- ὀξίνην
- ὀξίνηςsharpmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VAPPA — apud Martialem, l. 12. Epigr. 48. v. 13. Imputet ipse Deus nectar mihi, fiet acetum, Et Vaticani perfida vappa cadi: vinum fugiens aut faex vini est, ex Aeolico βάππα pro βάμμα Salmas. Not. ad Tertullian. de Pallio. Cum epithero nobilis, vinum… … Hofmann J. Lexicon universale
οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην … Dictionary of Greek
σίσανον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀξίνην οἶνον» … Dictionary of Greek